ῥέουσα

ῥέουσα
ῥέω
flow
pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ῥεούσας — ῥεούσᾱς , ῥέω flow pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic) ῥεούσᾱς , ῥέω flow pres part act fem gen sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥέουσ' — ῥέουσα , ῥέω flow pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) ῥέουσι , ῥέω flow pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ῥέουσι , ῥέω flow pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) ῥέουσαι , ῥέω flow pres part act fem… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ρέω — ρέω, έρευσα βλ. πίν. 42 Σημειώσεις: ρέω : εύχρηστη η λόγια μτχ. ενεστώτα ρέων, ρέουσα, ρέον, σε εκφρ. όπως ρέουσα ομιλία κτλ. Στους αυξημένους τύπους δε διπλασιάζεται το ρ, παρά μόνο στα λόγια σύνθετα (π.χ. διαρρέω – διέρρευσα) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • Reisen — Reisen, verb. reg. dessen heutiger Gebrauch nur noch ein kleiner Überrest seines ehemahligen Umfanges ist. Es kommt noch in doppelter Gestalt vor. 1. Als ein Neutrum, welches das Hülfswort seyn bekommt, den Ort verändern, sich fortbewegen; doch… …   Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart

  • DIRCE — I. DIRCE Lyci Thebarum Regis uxor, quam ille, repudiatâ Antiope, duxerat, quae cum Antiopen gravidam esse animadverteret (nam post repudium, a Iove compressa fuerat) suspicata virum suum clam cum illa consuescere, in vincula eam coniecit. Verum… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • επιταχύνω — (Α ἐπιταχύνω) [ταχύνω] αυξάνω την ταχύτητα, επισπεύδω, κάνω ταχύτερη μια κίνηση ή ενέργεια (α. «επιταχύνω το βήμα» β. «επιταχύνω την επιστροφή» γ. «Ποτίδαια ἀπoστᾱσα καὶ πολιορκουμένη μᾱλλον ἐπετάχυνε τὸν πόλεμον», Πλούτ.) αρχ. φρ. «επιταχύνω… …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • μύδρος — ο (Α μύδρος) 1. πυρακτωμένος όγκος σιδήρου 2. τεμάχιο στερεοποιημένης λάβας το οποίο εκτινάσσεται κατά τις εκρήξεις τών ηφαιστείων νεοελλ. 1. στρ. μεταλλική συμπαγής σφαίρα η οποία χρησιμοποιούνταν ως βλήμα τών παλαιών εμπροσθογεμών πυροβόλων 2.… …   Dictionary of Greek

  • σταγόνα — η / σταγών, όνος, ΝΜΑ 1. ελάχιστη ποσότητα υγρού ή ρευστού που κρέμεται και κατόπιν πέφτει προς τα κάτω ή επικάθεται σε μια επιφάνεια, στάλα (α. «χοντρές σταγόνες κυλούσαν στα μαγουλά του» β. «και αι ψυχαί τών ανόμων ως αίματος σταγόνες πέφτουν… …   Dictionary of Greek

  • στενότητα — η / στενότης, ητος, ΝΜΑ, και ιων. τ. στεινοτης Α [στενός] 1. η ιδιότητα τού στενού, το να είναι κάτι στενό («στενότητα χώρου») 2. συνεκδ. έλλειψη, ανεπάρκεια (α. «οικονομική στενότητα» ποσοτική και ποιοτική ανεπάρκεια αγαθών και παραγωγικών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”